αγέλαστος

αγέλαστος
Επώνυμο δύο αξιωματούχων του Βυζαντίου. 1. Γεώργιος (14ος αι.). Ένας από τους πέντε επιτρόπους (δεπουτάτους) της Χίου, που το 1346 αντιστάθηκαν γενναία στην επίθεση των Γενουατών. Τελικά όμως αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν και να παραδώσουν το νησί. 2. Λέων (10ος αι.). Πρωτοσπαθάριος (τιμητικός τίτλος που απονεμόταν από τον βασιλιά σε στρατιωτικούς και πολιτικούς) όταν αυτοκράτορας ήταν ο Ρωμανός ο Λεκαπηνός (920-944), o Λέων Α. έμεινε στην ιστορία ως αντίπαλος του στρατηγού της Πελοποννήσου, πρωτοσπαθάριου Βάρδα Πλατυπόδη, που με το διοικητικό σύστημα που ακολουθούσε άφηνε περιθώρια σε σλαβικές και άλλες φυλές να εισβάλλουν στην Ελλάδα. O Α. διαφώνησε με τον Πλατυπόδο οποίος και τον εξόρισε.
* * *
-η, -ο (Α ἀγέλαστος -ον) [γελῶ]
αυτός που δεν γελάει, σκυθρωπός, σοβαρός
νεοελλ.
1. (για πράγματα και καταστάσεις) αυτός που δεν προκαλεί το γέλιο, αυτός με τον οποίο δεν γελάει κανείς
2. αυτός που δεν «γελιέται», δεν εξαπατάται
3. το αρσ. ως ουσ. ο αγέλαστος
ομαδικό παιδικό παιχνίδι, κατά το οποίο οι παίκτες κοιτάζονται μεταξύ τους και προσπαθούν με αστείους μορφασμούς να προκαλέσουν το γέλιο τών άλλων, χωρίς να γελούν οι ίδιοι
αυτός που μπορεί να συγκρατηθεί θεωρείται νικητής
αρχ.
αυτός με τον οποίο δεν μπορεί κανείς να γελάσει, ο σοβαρός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἀγέλαστος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγέλαστος — not laughing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγέλαστος — η, ο 1. αυτός που δε γελά, σκυθρωπός: Στις συναναστροφές, ακόμη και στα γλέντια, καθόταν πάντα αγέλαστος. 2. αυτός που δε γελιέται, δεν εξαπατιέται: Στο εμπόριο και σ όλες τις δουλειές ήταν αγέλαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αγέλαστος, Σταμάτιος — Αγωνιστής του 1821, ο οποίος καταγόταν από τη Χίο. Υπηρέτησε ως γραμματέας, φροντιστής και επιλοχίας στο στρατιωτικό σώμα του Ιωάννη Περγάμαλη και του Φαβιέρου …   Dictionary of Greek

  • ἀγελάστως — ἀγέλαστος not laughing adverbial ἀγέλαστος not laughing masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγέλαστον — ἀγέλαστος not laughing masc/fem acc sg ἀγέλαστος not laughing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγελάστοις — Ἀγέλαστος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγελάστοις — ἀγέλαστος not laughing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγελάστου — Ἀγέλαστος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγελάστου — ἀγέλαστος not laughing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”